κακοφορώ

κακοφορώ
και -άω
1. φορώ ρούχο κατά τρόπο άκομψο ή φορώ ακαλαίσθητα ρούχα
2. (μτχ.) κακοφορεμένος, -η, -ο
α) ντυμένος άκομψα
β) ντυμένος φτωχικά, πενιχρά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κακοφορώ — και κακοφοράω κακοφόρεσα, κακοφορεμένος, ντύνομαι κακώς ή άκομψα: Πάντα κακοφορεμένος είναι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”